- επιλυσσώ
- ἐπιλυσσῶ, -άω (AM) [λυσσώ]1. λυσσάω από οργή και μίσος εναντίον κάποιου («Κάϊν ὁ τῇ εὐδοκιμήσει τοῡ Ἄβελ ἐπιλυσσήσας», ΠΔ)2. λυσσάω από πόθο, ποθώ ασυγκράτητα («τῇ ἀθέσμῳ μίξει τῶν ἀλλοφύλων ἐπιλυσσήσαντας», Γρηγ. Νύσα).
Dictionary of Greek. 2013.